σύγκριμα

σύγκριμα
το, ΝΜΑ [συγκρίνω]
νεοελλ.
1. στερεό σώμα το οποίο σχηματίστηκε από την καθίζηση διαλυμάτων
2. (πετρογρ.) μέρος τής φύσης ή τής σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική μεταφορά υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές
3. ιατρ. παθολογικός στερεός σχηματισμός μέσα σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες τού σώματος
μσν.-αρχ.
σύνθετο σώμα, σύγκραμα*
αρχ.
1. ανατομικός σχηματισμός
2. το αποτέλεσμα τού συγκρίνω, κρίση, απόφαση
3. ερμηνεία, εξήγηση
4. φρ. «σύγκριμα μουσικῶν» — μουσική συναυλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύγκριμα — body formed by combination neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριμάτων — σύγκριμα body formed by combination neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρίμασι — σύγκριμα body formed by combination neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρίμασιν — σύγκριμα body formed by combination neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρίματα — σύγκριμα body formed by combination neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρίματι — σύγκριμα body formed by combination neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρίματος — σύγκριμα body formed by combination neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμπρα — Ξενικός όρος που υποδηλώνει ουσίες διαφορετικής προέλευσης και σύστασης. Η φαιά ά. είναι αρωματική ουσία που απαντάται κατά μήκος των ακτών της Ιαπωνίας, της Μαδαγασκάρης και των Μολούκων νήσων σε μάζες που επιπλέουν και έχουν βάρος από 50… …   Dictionary of Greek

  • αετίτης — ο ή αετόπετρα, η σύγκριμα αργιλικού σιδηρομεταλλεύματος με μέγεθος περίπου καρυδιού, το οποίο οι αρχαίοι πίστευαν ότι παίρνει ο αετός στη φωλιά του για να διευκολύνει την ωοτοκία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ελλ. ἀετίτης < αετός + ίτης] …   Dictionary of Greek

  • κοπρόλιθος — Σκληρές κοπρανώδεις ουσίες, που σχηματίζουν πραγματικές πέτρες στα κόπρανα. Στην παλαιοντολογία, κ. χαρακτηρίζεται το απολιθωμένο περίττωμα προϊστορικών ζώων, το οποίο βρίσκεται μέσα σε πετρώματα. Οι κυριότεροι κ. είναι αυτοί των ιχθυόσαυρων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”